Αξιολογημένο Πιστοποιημένο Πρόγραμμα Σπουδών

Πιστοποιημένα προγράμματα Ι.Σ.Τ.Ε. και κρατική φοιτητική χορηγία

Σύμφωνα με την σχετική νομοθεσία οι φοιτητές που παρακολουθούν τα πιστοποιημένα προγράμματα Ι.Σ.Τ.Ε. είναι δικαιούχοι στην κρατική φοιτητική χορηγία που κυμαίνεται, αναλόγως, μεταξύ 1450.00€ και 2565.00€ ή μέχρι και 3420.00€, τηρουμένων συγκεκριμένων προϋποθέσεων.

Ο πιο κάτω σύνδεσμος μπορεί να προσφέρει σε κάθε ενδιαφερόμενο πρόσωπο όλες τις σχετικές πληροφορίες

Στην πιο κάτω ιστοσελίδα του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού βρίσκονται αναρτημένα τα σχετικά αρχεία που αφορούν τις αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου για παραχώρηση οικονομικής βοήθειας- φοιτητικής χορηγίας σε Κύπριους, σε Ελλαδίτες φοιτητές ή σε επαναπατρισθέντες Κυπρίους.

Το Πρόγραμμα Σπουδών «Θεολογία (4 Έτη/240 ECTS, Πτυχίο)» είναι το πρώτο και το μόνο αξιολογημένο-πιστοποιημένο προπτυχιακό Πρόγραμμα Σπουδών Θεολογίας που προσφέρεται στην Κύπρο.

Το τετραετές Προπτυχιακό Πρόγραμμα Σπουδών «Θεολογία (4 Έτη/240 ECTS, Πτυχίο)» έχει καταχωριστεί στο Μητρώο των Εκπαιδευτικά Αξιολογημένων-Πιστοποιημένων Προγραμμάτων Σπουδών Ι.Σ.Τ.Ε., με έναρξη ισχύος από το Χειμερινό Εξάμηνο του Ακαδημαϊκού έτους 2015-2016, για πέντε έτη. Το σχετικό Πιστοποιητικό με αριθμό 000060 και ημερομηνία 29 Ιουνίου 2018 είναι διαθέσιμο εδώ:

Πιστοποιητικό Καταχώρισης στο Μητρώο των Εκπαιδευτικά Αξιολογημένων-Πιστοποιημένων Προγραμμάτων Σπουδών Ι.Σ.Τ.Ε..

Theology_Progam_of_Study_Certification

Το προπτυχιακό Πρόγραμμα Σπουδών της Θεολογικής Σχολής Εκκλησίας Κύπρου με την επωνυμία: «Θεολογία (4 Έτη/240 ECTS, Πτυχίο)» αξιολογήθηκε στις 5 Δεκεμβρίου 2016 από ειδική Επιτροπή Εξωτερικής Αξιολόγησης, σύμφωνα με τις πρόνοιες της σχετικής νομοθεσίας. Εγκρίθηκε κατά την 17η Σύνοδο του Φορέα Διασφάλισης και Πιστοποίησης της Ποιότητας της Ανώτερης Εκπαίδευσης (στις 3 και 4 Απριλίου 2017) και Πιστοποιήθηκε με την «Τελική Έκθεσή» του με Αρ. Φακ. 7.14.248.001/Ι (Έντυπο 400.2) και με ημερομηνία 6 Απριλίου 2017, που κοινοποιήθηκε στη Σχολή.

Η Τελική Έκθεση ετοιμάστηκε στη βάση του Άρθρου (20)(2) (στ) (i) των «περί της Διασφάλισης και Πιστοποίησης της Ποιότητας της Ανώτερης Εκπαίδευσης και της Ίδρυσης Φορέα για Συναφή Θέματα Νόμων του 2015 και 2016» [Ν. 136(Ι)/2015 και Ν.47(Ι)/2016].

Βάσει απόφασης πολιτικής του Φορέα Διασφάλισης και Πιστοποίησης της Ποιότητας της Ανώτερης Εκπαίδευσης (ΔΙ.Π.Α.Ε.), κατά την 8η Σύνοδό του, στις 18 και 19 Ιουλίου 2016 κλάδος σπουδών ο οποίος τυγχάνει αξιολόγησης – πιστοποίησης «θεωρείται ότι έχει εγγραφεί ως εκπαιδευτικά αξιολογημένος – πιστοποιημένος κλάδος σπουδών από την έναρξη του ακαδημαϊκού έτους, κατά το οποίο υποβλήθηκε η αίτηση, για εκπαιδευτική αξιολόγηση – πιστοποίησή του.»

Η Διαδικασία και η Πιστοποίηση:

Στις 30 Σεπτεμβρίου 2015, ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Χρυσόστομος Β΄, ως ο κατά Νόμο Υπεύθυνος του εκπαιδευτικού ιδρύματος “Θεολογική Σχολή Εκκλησίας Κύπρου”, υπέβαλε αίτηση για εκπαιδευτική αξιολόγηση και πιστοποίηση του Κλάδου με την επωνυμία: «Θεολογία (4 Έτη,Πτυχίο)» στο ΥΠΠ, (Έντυπο Υ.Π.Π. Τριτ. Εκπ. Αρ. 13/03) με βάση τα άρθρα 40 έως 45 του Νόμου «Ο περί Σχολών Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης Νόμος του 1996 (67(I)/1996)». Με την ανάληψη των αρμοδιοτήτων του Σ.ΕΚ.Α.Π. από τον Φορέα ΔΙ.Π.Α.Ε. (μετά τις 5 Νοεμβρίου 2015 που διορίστηκε του Συμβούλιο του Φορέα) ανεστάλη η εξέταση όλων των αιτήσεων, μέχρι τον καθορισμό κριτηρίων και δεικτών ποιότητας, στις 17 Μαΐου 2016, καθώς και την ανάρτηση των σχετικών εντύπων υποβολής αιτήσεων, στην ιστοσελίδα του ΔΙ.Π.Α.Ε. (τον Ιούνιο 2016).

Στις 31 Αυγούστου 2016, ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Χρυσόστομος Β΄, ως ο κατά Νόμο Υπεύθυνος του εκπαιδευτικού ιδρύματος “Θεολογική Σχολή Εκκλησίας Κύπρου”, υπέβαλε αίτηση (Έντυπο αρ. 200.1), με βάση το Άρθρο (17) των «περί της Διασφάλισης και Πιστοποίησης της Ποιότητας της Ανώτερης Εκπαίδευσης και της Ίδρυσης Φορέα για Συναφή Θέματα Νόμων του 2015 και 2016», για αξιολόγηση-πιστοποίηση του προγράμματος σπουδών με την επωνυμία: «Θεολογία (4 Έτη/240 ECTS, Πτυχίο)». H αίτηση αυτή είναι καταχωρισμένη στο φάκελο του Φορέα ΔΙ.Π.Α.Ε.: 7.14.248.001.

Στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων που του παρέχονται από τη σχετική Νομοθεσία, το Συμβούλιο του Φορέα κατάρτισε Επιτροπή Εξωτερικής Αξιολόγησης (ΕΕΑ), η οποία, αφού αρχικά μελέτησε την αίτηση του ιδρύματος για αξιολόγηση-πιστοποίηση του προγράμματος σπουδών, πραγματοποίησε επί τόπου επίσκεψη στο ίδρυμα στις 5 Δεκεμβρίου 2016.

Η ΕΕΑ συναντήθηκε με τους επικεφαλής του ιδρύματος, τον επικεφαλής του σχετικού τμήματος, με τον Συντονιστή του Προγράμματος Σπουδών, με μέλη του ακαδημαϊκού προσωπικού, μέλη του διοικητικού προσωπικού, φοιτητές ή/και τους εκπροσώπους τους και την Επιτροπή Εσωτερικής Ποιότητας.

Επιπρόσθετα, εξέτασε τις εγκαταστάσεις του ιδρύματος (βιβλιοθήκη, εργαστήρια υπολογιστών, υποδομές έρευνας κλπ.), διάφορα έγγραφα που της παρουσιάστηκαν ή/και ζήτησε, το οργανόγραμμα της σχολής και την ένταξη του προγράμματος σε αυτό, τα βιογραφικά των διδασκόντων στο πρόγραμμα και τη σχέση τους με το ίδρυμα ως διδασκόντων σε συνάρτηση και με τα τυχόν άλλα καθήκοντα στο ίδρυμα ή/και σε άλλα προγράμματα.

Η ΕΕΑ τεκμηρίωσε τα ευρήματα και τις εισηγήσεις της και συνέταξε την Έκθεση Εξωτερικής Αξιολόγησης στο Έντυπο με αρ. 300.1.1.

Το Συμβούλιο του Φορέα Διασφάλισης και Πιστοποίησης της Ποιότητας της Ανώτερης Εκπαίδευσης, κατά την 17η Σύνοδο του στις 3 και 4 Απριλίου 2017, στη βάση του Άρθρου 20 (2)(στ)(i) των περί της «Διασφάλισης και Πιστοποίησης της Ποιότητας της Ανώτερης Εκπαίδευσης και της Ίδρυσης Φορέα για Συναφή Θέματα» Νόμων του 2015 και 2016 [Ν. 136(Ι)/2015 και Ν.47(Ι)/2016] και με βάση τις εισηγήσεις της Επιτροπής Εξωτερικής Αξιολόγησης και των παρατηρήσεων του ιδρύματός, αποφάσισε όπως το πρόγραμμα πιστοποιηθεί. Πληροί τα Κριτήρια ποιότητας στους τομείς αξιολόγησης, ήτοι

  • Ποιότητα και Αποτελεσματικότητα Διδακτικού έργου,
  • Διδασκαλία και Διδακτικό προσωπικό,
  • Πρόγραμμα Σπουδών και Διαχείρισή του,
  • Ερευνητικό έργο και συνέργεια με τη διδασκαλία,
  • Υπηρεσίες και Επάρκεια πόρων.

Με βάση το Άρθρο (4) της σχετικής Νομοθεσίας, επισημαίνεται ότι «η ως άνω Πιστοποίηση ισχύει για το προβλεπόμενο από τις διατάξεις του Νόμου χρονικό διάστημα και επαναλαμβάνεται κάθε πέντε (5) έτη και ότι η διαδικασία αρχίζει μετά από αίτηση του ιδρύματος που πρέπει να υποβάλλεται τουλάχιστον δεκαέξι (16) μήνες πριν από την εκπνοή της ισχύος της προηγούμενης πιστοποίησης».

Επιπρόσθετα, με βάση το Άρθρο (17) (3)(ζ) «Κατά τη διάρκεια της περιόδου της ισχύος της θετικής απόφασης Πιστοποίησης, το Συμβούλιο του Φορέα αυτεπάγγελτα ή ύστερα από εισήγηση του Υπουργού, δύναται να εξετάζει κατά πόσο τα κριτήρια Πιστοποίησης εξακολουθούν να ικανοποιούνται και εάν αυτά δεν ικανοποιούνται, τότε το Συμβούλιο του Φορέα ανακαλεί την απόφαση Πιστοποίησης και ενημερώνει αμέσως το υπό εξέταση ίδρυμα και τον Υπουργό».

Η προηγούμενη διαδικασία

Η Θεολογική Σχολή Εκκλησίας Κύπρου ιδρύθηκε ως Ιδιωτική Σχολή Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης (Ι.Σ.Τ.Ε.), σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, με απόφαση του Υπουργού Παιδείας και Πολιτισμού κ. Κώστα Καδή και, από τις 19 Ιουνίου 2015, είναι εγγεγραμμένη στο Μητρώο Ι.Σ.Τ.Ε. – Ιδιωτικών Σχολών Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης – του Υ.Π.Π. της Κύπρου με Αριθμό Εγγραφής: Υ.Π.& Π. 7.14.10.37. Το Πιστοποιητικό Καταχώρησης στο Μητρώο Ιδιωτικών Σχολών Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης εκδόθηκε στις 22 Ιουνίου 2015. Η σχετική γνωστοποίηση δημοσιεύτηκε στην Επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 26 Ιουνίου 2015 με την ΚΔΠ 221/2015. Ταυτόχρονα, εγκρίθηκε Κλάδος (Πρόγραμμα Σπουδών) «Θεολογία (4 Έτη/240 ECTS, Πτυχίο)» και η λειτουργία του ως εγγεγραμμένου Κλάδου (Προγράμματος Σπουδών). Το προπτυχιακό Πρόγραμμα Σπουδών της Θεολογίας, «Θεολογία (4 Έτη/240 ECTS, Πτυχίο)», έχει διάρκεια τεσσάρων χρόνων κανονικής φοίτησης.

Σύμφωνα με την ισχύουσα, κατά το χρόνο έγκρισης της ίδρυσης της Σχολής (19 Ιουνίου 2015), νομοθεσία: η διαδικασία εκπαιδευτικής αξιολόγησης και πιστοποίησης του κλάδου μιας ΙΣΤΕ ξεκινά μετά την εγγραφή των πρώτων φοιτητών και τη λειτουργία του. Η Θ.Σ.Ε.Κ., αμέσως μετά την εγγραφή των πρώτων φοιτητών της, υπέβαλε στις 30 Σεπτεμβρίου 2015, στο αρμόδιο τότε Συμβούλιο Εκπαιδευτικής Αξιολόγησης-Πιστοποίησης (Σ.ΕΚ.Α.Π.), αίτηση για εκπαιδευτική αξιολόγηση και πιστοποίηση του κλάδου. Δεν μπορούσε, σύμφωνα με την ισχύουσα τότε νομοθεσία, να αξιολογηθεί και να πιστοποιηθεί ο κλάδος πριν από τη λειτουργία του. Αυτή η πρόνοια διαφοροποιήθηκε με την κατάργηση του Σ.ΕΚ.Α.Π. και την αντικατάστασή του από τον Φορέα Διασφάλισης και Πιστοποίησης της Ποιότητας της Ανώτερης Εκπαίδευσης (ΔΙ.Π.A.E.). Η Πολιτεία έκρινε απαραίτητη τη δημιουργία του θεσμού της αξιολόγησης και πιστοποίησης έτσι ώστε:

  • να εμπεδωθεί η εμπιστοσύνη των Κυπρίων και ξένων φοιτητών στην ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης
  • να καθιερωθεί το ελάχιστο επίπεδο σπουδών ικανό για την απονομή του αντίστοιχου τίτλου σπουδών
  • να αποτελέσει τη βάση για την αναγνώριση ισοτιμίας-αντιστοιχίας των τίτλων που απονέμονται.

Σύμφωνα με τον: Περί της Διασφάλισης και Πιστοποίησης της Ποιότητας της Ανώτερης Εκπαίδευσης και της Ίδρυσης και Λειτουργίας Φορέα για Συναφή Θέματα, Νόμο του 2015 (Ν.136(Ι)/2015) και τον Τροποποιητικό Νόμο 47(Ι)/2016, ο Φορέας αποτελεί ανεξάρτητο σώμα, το οποίο διορίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο μετά από εισήγηση του Υπουργού Παιδείας και Πολιτισμού. Ο Φορέας ΔΙ.Π.Α.Ε. έχει τη συνολική ευθύνη της οργάνωσης και επίβλεψης της διαδικασίας αξιολόγησης-πιστοποίησης των προγραμμάτων σπουδών της Ανώτερης Εκπαίδευσης. Ο ΔΙ.Π.Α.Ε. είναι αρμόδιος για τη διασφάλιση της ποιότητας της ανώτερης εκπαίδευσης της Κύπρου και για την υποστήριξη των διαδικασιών που προνοούνται από τη σχετική Νομοθεσία για τη συνεχή βελτίωση και αναβάθμιση των ιδρυμάτων ανώτερης εκπαίδευσης και των προγραμμάτων σπουδών τους.

Όλα τα πιστοποιημένα προγράμματα σπουδών της Ανώτερης Εκπαίδευσης (Πανεπιστημίων και Ιδιωτικών Σχολών Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης) αναρτώνται στην ιστοσελίδα του ΔΙ.Π.Α.Ε. Μπορείτε να επισκεφθείτε την ιστοσελίδα του ΔΙ.Π.Α.Ε. για περισσότερες πληροφορίες ακολουθώντας τον πιο κάτω σύνδεσμο.

The Historical Context of International Betting Markets in Australian Regulation

Australia’s relationship with international betting markets represents one of the most complex regulatory journeys in the global gambling landscape. From the early days of colonial bookmaking to the digital revolution of the 21st century, Australian authorities have continuously adapted their approach to wagering regulation in response to technological advancement, consumer demand, and international market pressures. Understanding this historical evolution provides essential context for comprehending the current regulatory framework and the ongoing challenges faced by policymakers in balancing consumer protection, industry revenue, and technological innovation. The intersection of domestic legislation and international betting operations has created a unique regulatory environment that continues to shape both the Australian gambling industry and global betting markets.

Early Regulatory Foundations and the Pre-Internet Era

Australia’s gambling regulation historically developed at the state and territory level, creating a fragmented approach that would later complicate efforts to address international betting operations. The early twentieth century saw each jurisdiction establish its own framework for managing betting activities, primarily focused on horse racing and sports wagering through licensed bookmakers and the Totalisator Agency Board (TAB) system established in the 1960s. This state-based monopoly model provided governments with substantial revenue while maintaining strict controls over gambling operations within their borders.

The regulatory landscape remained relatively stable until the 1980s and 1990s, when technological advances began challenging traditional enforcement mechanisms. The introduction of telephone betting services expanded the geographical reach of betting operations, but these remained within the boundaries of existing regulatory frameworks. However, the seeds of future regulatory challenges were already being planted as international telecommunications infrastructure improved and cross-border financial transactions became increasingly seamless. The Racing and Betting Act of various states provided the legal foundation for wagering activities, but these laws were designed for a physical, territorially-bound gambling environment that would soon be rendered obsolete by digital technology.

The Digital Revolution and Regulatory Response

The advent of the internet in the mid-1990s fundamentally transformed the betting landscape, creating unprecedented challenges for Australian regulators. International betting operators began offering services to Australian customers through websites hosted in jurisdictions with more permissive gambling laws, effectively circumventing domestic regulatory controls. This development prompted the federal government to intervene with the Interactive Gambling Act 2001 (IGA), which represented Australia’s first comprehensive attempt to regulate online gambling at the national level.

The IGA established a framework that prohibited the provision of interactive gambling services to Australian customers by unlicensed operators, while simultaneously creating a licensing regime for domestic operators. However, the legislation contained significant ambiguities and loopholes, particularly regarding sports betting and the definition of prohibited services. The Act specifically prohibited online casino games and poker but allowed sports betting through licensed Australian operators, creating a dual market where domestic operators faced strict regulations while offshore betting Australia platforms continued to attract customers through less restrictive offerings and competitive odds. This regulatory asymmetry became a defining characteristic of the Australian betting market for the following two decades.

The Northern Territory emerged as a crucial jurisdiction during this period, licensing numerous online betting operators under its regulatory framework from 1998 onwards. This created a domestic licensing pathway that allowed international operators to legally service Australian customers while operating under Australian law. Companies from various jurisdictions established operations in Darwin, contributing to the Territory’s economy while providing regulatory authorities with oversight capabilities. This model demonstrated that international operators could function within an Australian regulatory framework, though debates continued regarding the adequacy of consumer protections and responsible gambling measures.

International Market Dynamics and Enforcement Challenges

Throughout the 2000s and 2010s, Australian regulators faced mounting difficulties in enforcing restrictions against international betting operators. The global nature of internet infrastructure meant that operators based in jurisdictions such as the United Kingdom, Gibraltar, Malta, and various Caribbean nations could easily offer services to Australian customers. These operators often held legitimate licenses in their home jurisdictions and argued that they were operating legally under international law, creating complex jurisdictional disputes.

The enforcement challenges were compounded by the sophisticated marketing strategies employed by international operators, who used search engine optimization, affiliate marketing, and sponsorship deals with Australian sports organizations to build brand recognition. Payment processing networks facilitated seamless financial transactions, making it difficult for authorities to disrupt the flow of funds between Australian customers and international operators. The Australian Communications and Media Authority (ACMA) possessed powers to investigate and take action against prohibited services, but the practical limitations of enforcing domestic law against overseas entities became increasingly apparent.

The 2016 amendments to the Interactive Gambling Act represented a significant escalation in regulatory enforcement, introducing substantial penalties for operators offering prohibited services to Australian customers and strengthening ACMA’s investigative powers. These amendments specifically targeted in-play betting services offered through online platforms and sought to create a more level playing field between licensed domestic operators and international competitors. The legislation also addressed the proliferation of offshore operators by imposing obligations on financial institutions and internet service providers to block transactions and access to unlicensed gambling websites. This multi-layered enforcement approach reflected the government’s recognition that traditional regulatory tools were insufficient for the digital age.

Contemporary Regulatory Framework and Future Considerations

The current Australian regulatory environment represents the culmination of decades of adaptation to international betting market dynamics. Licensed operators must comply with comprehensive responsible gambling obligations, advertising restrictions, and consumer protection measures that reflect contemporary understanding of gambling harm. The National Consumer Protection Framework for Online Wagering, implemented in 2018, established minimum standards across all jurisdictions, including restrictions on credit betting, requirements for account closure mechanisms, and limitations on inducements to bet.

Recent developments indicate continued regulatory evolution in response to emerging technologies and market practices. The proliferation of cryptocurrency-based betting platforms, the integration of gambling elements into video games and social media, and the growth of peer-to-peer betting exchanges present new challenges for regulators operating within frameworks designed for earlier technological paradigms. Additionally, international regulatory cooperation has increased, with Australian authorities participating in multilateral forums to address cross-border gambling issues and share enforcement strategies. The tension between maintaining regulatory standards and preventing market migration to unregulated operators remains a central consideration in policy development.

The historical trajectory of international betting market regulation in Australia demonstrates the ongoing challenge of applying territorial legal frameworks to inherently borderless digital services. As technology continues to evolve and international betting markets become increasingly integrated, Australian regulators must balance multiple objectives: protecting consumers from gambling harm, maintaining the integrity of sporting competitions, preserving government revenue from licensed operators, and respecting individual liberty. The lessons learned from previous regulatory approaches inform contemporary policy debates and will undoubtedly shape future legislative responses to the ever-changing landscape of international betting markets.

Australia’s experience regulating international betting markets offers valuable insights into the broader challenges of governing digital commerce in a globalized economy. The evolution from state-based monopolies to a complex framework attempting to manage international digital operators illustrates the difficulties inherent in adapting legal systems designed for physical jurisdictions to the realities of internet-enabled services. While significant progress has been made in establishing comprehensive regulatory controls, the fundamental tension between domestic law enforcement and international market access remains unresolved. Future regulatory success will likely depend on continued international cooperation, technological adaptation, and a pragmatic approach that recognizes both the benefits and risks associated with international betting markets. The historical context reveals that effective regulation requires constant vigilance, flexibility, and a willingness to learn from both successes and failures in addressing this complex policy challenge.