Η Εκκλησία της Κύπρου

Σημείωμα για την ιστορία της Εκκλησιάς της Κύπρου

Τον μήκιστον και μέγιστον θεσμόν συνεχείας εν τη ιστορία της Κύπρου αποτελεί η αυτοκέφαλος Εκκλησία, επί είκοσιν αιώνας παρασχούσα προς την αυτόχθονα κοινωνίαν όχι μόνον τον κανόνα της θρησκευτικής, οικογενειακής και πολιτισμικής αυτής ζωής και εκφράσεως, αλλά κατά καιρούς και τας δομάς, αι οποίαι περιέλαβον και ερύθμισαν τον πολιτικόν επίσης και οικονομικόν βίον.

Η Εκκλησία της Κύπρου ανήκει στο βυζαντινό κόσμο και πριν το 330, έτος των εγκαινίων της Κωνσταντινουπόλεως και μετά το 1191, χρόνο της αλώσεως της Κύπρου από τους σταυροφόρους, και ύστερα από το 1453, όταν η Νέα Ρώμη έπαυσε να υπάρχει. Πριν το 330 ο βυζαντινός κόσμος ρίχνει τις ρίζες του στον αρχαίο ελληνορωμαϊκό κόσμο και στην Ιουδαία (από αιώνες μέρος επίσης του κόσμου εκείνου). Μετά το 1191 η Εκκλησία της Κύπρου ανήκει στη Ρωμανία από κάθε άποψη ακόμη και μετά το σχίσμα του 1260. Ύστερα από το 1453 η Εκκλησία Κύπρου παραμένει βυζαντινή, για να ενταχθεί έπειτα από το 1571, στο υπόδουλο «βασιλικόν γένος των Ρωμαίων», «Βυζάντιο μετά το Βυζάντιο». Ο βυζαντινός λοιπόν χρόνος, ο χρόνος των βυζαντινών πραγματικοτήτων, υπερπηδά τα χρονολογικά όρια της αυτοκρατορίας και η περίοδος 330-1191 είναι σχετική, διότι αναφέρεται μόνο στην εξωτερική πολιτική ιστορία της Κύπρου και όχι στη βαθιά ιστορία της νοοτροπίας, του πολιτισμού και της κοινωνίας.

Διακρίνεται σε τρείς φάσεις (α) την πρωτοβυζαντινή, η οποία εκτείνεται από το 330 μέχρι το 699, έτος της επιστροφής του αρχιεπισκόπου Κύπρου από τη νέα Ιουστινιανούπολη, (β) στη μεσοβυζαντινή, από τα 700 μέχρι το 965, έτος της οριστικής καταπαύσεως της καταβολής των φόρων στο Ισλάμ και (γ) στην υστεροβυζαντινή, από το 965 μέχρι το 1191, δεδομένου ότι η σκληρή για την Εκκλησία της Κύπρου επταετία του Ισαακίου Κομνηνού δεν αποτελεί παρά ένα επεισόδιο της βυζαντινής κυριαρχία στην Κύπρο, το τελευταίο.

Ο ειλικρινής ιστορικός γνωρίζει ότι η Ιστορία είναι γεμάτη από δυνατότητες που εξαμβλώθηκαν, γεγονότα που δεν συνέβησαν, ιστορίες συν-δυνατές, πράγματα που θα μπορούσαν να ήταν διαφορετικά. Τα βλέπει όλα αυτά επιτιμητικά μαζί και σπλαγχνικά χωρίς καμμιά επιθυμία να υποκαταστήσει τη θεία Δίκη. Γνωρίζει πως δεν γνωρίζει ούτε τα κρυπτά του σκότους ούτε τις βουλές των καρδιών. Αν είναι χριστιανός ξέρει πως την Εκκλησία στα ουσιώδη δεν είναι οι τυφλοί άνθρωποι που την κυβερνούν, αλλά ο θείος Ιδρυτής της. Την πρόνοια Εκείνου ο χριστιανός ιστορικός την εμπιστεύεται, βέβαιος ότι και η χειρότερη κρίση και τιμωρία ενός παρελθόντος εμπερικλείει πάντα μέσα της μια αμάραντη Υπόσχεση για ένα νέο μέλλον.

Βενεδίκτου (Αρχιμανδρίτου Παύλου), Είκοσι μελέται δια την Εκκλησίαν Κύπρου (4ος-20ός αιών), Αθήναι, 1996